Ήταν στο Ρένο της Νεβάδα, καλοκαίρι του 1892. Ήταν και παζάρι κι η πόλη ήταν γεμάτη μικρολωποδύτες και απατεωνίσκους, για να μη μιλήσουμε για στίφη ολόκληρα από πειναλέους αλήτες.
Οι πειναλέοι αλήτες έκαναν την πόλη «πειναλέα» πόλη. Βροντούσαν τις πίσω πόρτες των σπιτιών των ευυπόληπτων πολιτών, μέχρι που οι πίσω πόρτες έπαψαν πια ν’ ανοίγουν.
Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες. Ξέρω πως μου 'λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο.
Δύσκολη πόλη για μάσες, έλεγαν τον καιρό εκείνο οι αλήτες. Ξέρω πως μου 'λειψαν πολλά γεύματα, παρά το γεγονός ότι μπορούσα να συρθώ ως την επόμενη αν μου βροντούσαν κατάμουτρα μια πόρτα, για να τσιμπήσω κάτι ή να με τραπεζώσουν ή και να ζητιανέψω στο δρόμο.