Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Υστερόγραφο στη Μεταπολίτευση - Θεωρία του ελληνισμού και ιδεολογικές προϋποθέσεις στη σκέψη του Λαοκράτη Βάσση

γράφει ο Κώστας Καραβίδας *


Έχοντας επίγνωση ότι κάθε φορά που αναφέρεται κανείς σε δασκάλους ζητά ο ίδιος, καθόλου αθώα, να οικειοποιηθεί κάτι από την προσωπικότητά τους και διεκδικεί για τον εαυτό του ένα μέρος από τη γοητεία τους, αναφερόμενος στον Λαοκράτη Βάσση θα προσπαθήσω να αποφύγω αυτόν τον σφετερισμό.

Θα προσεγγίσω λοιπόν «Το Πολιτιστικό μας Αλφαβητάρι», το τελευταίο του βιβλίο, όχι με έναν λόγο τυπικής ανταπόδωσης σε μια προσωπική οφειλή, αλλά ενεργοποιώντας ελπίζω όλα τα κριτικά ανακλαστικά της διαλεκτικής σκέψης που με ανεπανάληπτο τρόπο εκείνος μας δίδαξε στα χρόνια της προπαρασκευής για το πανεπιστήμιο και την ενήλικη ζωή.

Μια πρώτη αλλά κρίσιμη προσημείωση είναι ότι εν προκειμένω το βιβλίο είναι ο άνθρωπος, πράγμα διόλου αυτονόητο για τα συγγραφικά ήθη των καιρών μας.


«Το Πολιτιστικό μας Αλφαβητάρι», τρίτο μέρος μιας τριλογίας «ανοιχτών συζητήσεων» για τη μετάβαση από τη Μεταπολίτευση στη χρεοκοπία, είναι ένα πολιτικό βιβλίο, που σε πείσμα των καιρών του οικονομισμού και του επιστημονισμού μιλάει για την πολιτική με τη γλώσσα της πολιτισμικής κριτικής.

Γι' αυτό και η προσφυής χρήση του σχολικού όρου «αλφαβητάρι» παραπέμπει ακριβώς στην επιστροφή της πολιτικής στα βασικά και ξεχασμένα του αξιακού πυρήνα της νεοελληνικής παιδείας και του πολιτισμού.

Στην πλούσια βιβλιογραφία της κρίσης, που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα αίτια της υπαγωγής της χώρας στη σημερινή κατάσταση, δεσπόζει είτε ένας μονοδιάστατος οικονομικός λόγος που θεωρεί τη χρεοκοπία περίπου ως λογιστική εκτροπή κακοδιαχείρισης είτε ένας φλύαρος πολιτικός λόγος συχνότατα κομματικής αυτοδικαίωσης. Αλλά και η προσφάτως ανακινούμενη συνεδριολογία της Μεταπολίτευσης παρά τις επιμέρους ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, απέφυγε να θίξει τη βαθύτερη παθολογία της.

Σύμφωνα με το ερμηνευτικό σχήμα του Βάσση, η Μεταπολίτευση προσδιορίζεται ως χαμένη ευκαιρία για τον τόπο, αφού αποτέλεσε «νόθα μετάβαση», περισσότερο συνέχεια και λιγότερο ρήξη με το παρελθόν, ενσωματώνοντας παθογένειες και νοσηρότητες της προηγούμενης περιόδου και θέτοντας εγγενείς περιορισμούς που προδιέγραψαν από νωρίς τη σημερινή κρίση.

Ο καταναλωτικός πυρετός, η απουσία μεταρρυθμιστικών τομών, η απορρύθμιση της σχέσης κράτους-κοινωνίας, η αμήχανη ευρωπαϊκότητα, η αποστασιοποίηση από τον εαμικό πατριωτισμό αποτέλεσαν, με συνευθύνη της Αριστεράς και της κοινωνίας, πληγές ανεπούλωτες που οδήγησαν στο εθνικό έγκλημα της χρεοκοπίας.

Όπως ήδη επισήμανα, αυτή η παραδοχή δεν είναι άσχετη της αδυναμίας μας να κατανοήσουμε τα αίτια της κακοδαιμονίας, μιας και σπάνια επιχειρήθηκαν συνθετικές αναλύσεις που να λαμβάνουν υπόψη την πολιτισμική και ηθική διάσταση της κρίσης. Αυτό ακριβώς εκτιμώ ότι επιχειρεί με τόλμη, στοχαστικότητα και διάχυτη αγωνία για την ιστορική μοίρα του ελληνισμού ο συγγραφέας.


Προτείνει μια μετατόπιση της συζήτησης στη δημόσια σφαίρα, μια πολιτισμική και ηθική στροφή και κατ' επέκταση τη ρήξη με την πολιτισμική λογική της Μεταπολίτευσης, αυτή που διέβρωσε το συλλογικό μας κύτταρο και οδήγησε στο υπαρξιακό αδιέξοδο να μην ξέρουμε γιατί υπάρχουμε.

Η πολιτική σκέψη του Βάσση παρήγαγε ένα απαιτητικό και βασανιστικό βιβλίο. Απαιτητικό, όχι γιατί είναι στρυφνό ή δυσανάγνωστο, με απροσπέλαστες ιδέες και... βαριά θεωρία. Κάθε άλλο· ακριβώς επειδή η πολιτική έγνοια του συγγραφέα βρίσκεται στον πολύ κόσμο, και όχι σε μια κάστα ειδικών ή τεχνοκρατών, η θεωρία υπάρχει εσωτερικευμένη στη σκέψη του, ενώ ο διαλογικός χαρακτήρας της αφήγησης το καθιστά εύληπτο και προσπελάσιμο.


Το βιβλίο ωστόσο παραμένει απαιτητικό και βασανιστικό, διότι θέτει ενώπιον των ευθυνών του τον αναγνώστη, τον οποίο προκαλεί σε δημιουργικό αναστοχασμό. Επιπλέον, το βιβλίο αποτελεί πραγματική δοκιμασία για όποιον κατανοεί ότι πέρα από την απόλαυση μιας πειστικής σε επιχειρήματα ανάγνωσης είναι δραματική και ιστορική η αναγκαιότητα να γίνει επιτέλους πραγματικότητα το αξιακό φορτίο που το κείμενο μεταφέρει. Ένα αξιακό φορτίο που προδίδει βαθιά αίσθηση της ιστορικότητας των καιρών και έντονη ανησυχία για τον «αμήχανο φυγοκεντρισμό» της κοινωνίας μας.

*** * ***
Η παρουσίασή μου θα επικεντρωθεί όχι τόσο στο περιεχόμενο του βιβλίου όσο στις ιδεολογικές προϋποθέσεις της σκέψης του συγγραφέα. Η ερμηνευτική γραμμή της σκέψης του Βάσση είναι ενιαία από την περίοδο που δίδασκε φροντιστηριακά το μάθημα της Έκθεσης Ιδεών.

Σε εκείνα τα διδακτικά εγχειρίδια με ενότητες σύγχρονου προβληματισμού, ο Βάσσης επέμενε εμφατικά στη διευκρίνιση αμφιλεγόμενων αλλά κρίσιμων εννοιών. Όπως ακριβώς δηλαδή δοκιμάζει να κάνει και στην τριλογία της Μεταπολίτευσης. Και μάλιστα εμβαθύνοντας την προβληματική του από βιβλίο σε βιβλίο, σε σημείο που να δικαιολογεί την εκτίμηση ότι η σκέψη του κατευθύνεται προς τη διαμόρφωση μιας θεωρίας του ελληνισμού, ικανής να στηρίξει μια νέα, προοδευτικής απόχρωσης, εθνική ιδεολογία. Το αίτημα της συλλογικής αυτογνωσίας και του ποιοτικού επανορισμού της εθνικής ιδεολογίας βρίσκεται άλλωστε στον πυρήνα του βιβλίου. Ο Βάσσης έχει αποστάξει σε αυτό τις καλύτερες στιγμές από την παράδοση του νεοελληνικού στοχασμού. Ενός στοχασμού όχι εργαστηριακού και αυτοαναφορικά θεωρητικού, αλλά προσαρμοσμένου στις ανάγκες της πρακτικής εφαρμογής, που έχει χωνέψει βαθιά, χωρίς εξιδανικεύσεις και υπερβολές, τη μοίρα του τόπου και των ανθρώπων του, την ιστορική μοίρα της Ελλάδας και του λαού της.

Αυτή τη λαϊκότητα, όπως θα την ονόμαζα, θεωρώ ως πρώτη ιδεολογική προϋπόθεση της σκέψης του συγγραφέα. Τη βαθύτατη έγνοια του δηλαδή για την κατανόηση της ιστορικής πορείας του λαού, που στη σκέψη του συγγραφέα προσεγγίζεται πολιτικά, στη θεώρησή του ως ενεργού ή αδρανούς πολιτικού υποκειμένου, και όχι στη μεταφυσική και ρομαντική εκδοχή που τον ανάγει σε δείκτη απόλυτης σοφίας. Αν το βιβλίο εγκαθιδρύει μια αφοπλιστική για τον αναγνώστη συνθήκη αλήθειας, τούτο οφείλεται σε αυτή την ειλικρινή σχέση του συγγραφέα με τον τόπο και τον λαό. Στη συνείδηση του διακρίνεται μια εγγεγραμμένη λαϊκότητα, ηπειρώτικων καταβολών, που κατά την εκτίμησή μου έχει βαθύτατα βιωματικό περιεχόμενο. Ο Βάσσης δεν αντικρίζει τον λαό μυθολογικά, με τον εκθαμβωτικό τρόπο και το λόγιο βλέμμα της γενιάς του '30, για την οποία ο λαός ήταν κάτι ξένο και σχεδόν εξωτικό προς την αστική της φύση. Αντιθέτως, είναι μαζί του αυστηρός και δίκαιος συνάμα. Γειωμένος ο ίδιος στο αξιακό μαντέμι του τόπου μας, ξέρει πολύ καλά, όπως ο ίδιος γράφει, ότι «δεν μπορείς να εκφράσεις έναν λαό και πολύ περισσότερο να ηγηθείς ενός λαού, όταν είσαι έξω από την ψυχή του, όταν δεν σε διαπερνά κανένα ρίγος από τις μεγαλειώδεις ή από τις τραγικές στιγμές της ιστορίας του...». Η απουσία επιστημονικής σπουδαιοφάνειας από το βιβλίο, υπενθυμίζω χωρίς υποσημειώσεις και βαρύγδουπες παραπομπές σε ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία, καθώς και η επιλογή μιας λαϊκότροπης διαλογικής και πολυφωνικής φόρμας, που τηρουμένων των αναλογιών ανακαλεί τους περίφημους πλατωνικούς διαλόγους, συνδέεται νομίζω με την εγγενή λαϊκότητα της πολιτικής του σκέψης. Ο Βάσσης έγραψε ένα βιβλίο - πολιτικό πλαίσιο διαλόγου με την κοινωνία, που ανοίγεται ωστόσο προς μια πρακτική και ηθική φιλοσοφία ζωής, είδος υποτιμημένο κι αυτό σε μια εποχή πυκνού νεφελώματος στο πεδίο των ιδεών.

Δεύτερη προϋπόθεση της σκέψης του συγγραφέα, που αποκαλύπτει τις ιδεολογικές του καταβολές, είναι το σταθερό ενδιαφέρον του για τόσο κρίσιμη και αμφισβητούμενη στη σύγχρονη πολιτισμική και πολιτική θεωρία έννοια της ελληνικότητας. Η αναζήτηση μιας στρατηγικής για τον ελληνισμό θα μπορούσε να εντάξει το έργο του Βάσση στο σώμα της καθόλου συνεκτικής και συχνά με αβυσσαλέες εσωτερικές αντιθέσεις εθνορομαντικής φιλολογίας. Τι διαφοροποιεί όμως τον συγγραφέα από τον κορμό αυτής της ιδεολογικής τάσης που αναθέρμανε το ενδιαφέρον για το έθνος μετά το 1989; Ενώ ο Βάσσης αποδέχεται το σβορώνειο σχήμα της ελληνικής ιδιαιτερότητας και της αντιστασιακής κουλτούρας του ελληνισμού, βασικό στρατήγημα του εθνορομαντισμού, εντούτοις αποφεύγει προσεχτικά τις παγίδες του εθνοκεντρισμού και κρατά διακριτικές αποστάσεις από το βασικό ρεπερτόριο των ιδεών και της πολιτικής οντολογίας του: τον αντιδυτικισμό, τον αντιεκσυγχρονισμό, την ελληνορθοδοξία, τον αντιδιαφωτισμό, τον ευρωσκεπτικισμό, τη μονοδιάστατη κριτική στην παγκοσμιοποίηση.

Πώς το επιτυγχάνει αυτό; Νομίζω παλεύοντας με πάθος τεχνίτη να διακρίνει τις αποχρώσεις. Ο Βάσσης καταπιάνεται στο βιβλίο του με όλες τις μεγάλες αφηγήσεις, σε πείσμα της μετανεωτερικότητας, και κυριολεκτικά ασκείται στη διαλεκτική ακροπατώντας σε λεπτό σκοινί. Μολονότι λοιπόν ασκεί σκληρή κριτική στην Ευρώπη και στο πολιτισμικό της παράδειγμα, αντιδιαστέλλοντάς το με το ελληνικό, δηλώνει ευθαρσώς και με αυτονόητη βεβαιότητα ευρωπαϊστής. Κρίνει αυστηρά τον εργαλειακό ορθολογισμό, αλλά όχι τον διαφωτισμό εν γένει. Αν και στηλιτεύει απερίφραστα το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Σημίτη, δεν υποτιμά καθόλου την ανάγκη του ποιοτικού και όχι απλώς τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Η μεγάλη αποτελεσματικότητα του βιβλίου στη δημόσια χρήση του είναι ότι έννοιες και λέξεις που ενοχοποιήθηκαν στη Μεταπολίτευση, όπως ο λαός, το έθνος και η πατρίδα στα γραπτά του Βάσση διαβάζονται πολύ πειστικές και πλήρως απενοχοποιημένες. Θέλω στο σημείο αυτό να προλάβω πιθανές ενστάσεις που ίσως απέδιδαν ιδεαλιστική θεώρηση στον συγγραφέα, δεδομένου ότι το βαθύτερο έρεισμα της σκέψης του είναιπολιτισμοκεντρικό. Εκτιμώ ότι μια τέτοια μομφή δεν ευσταθεί, αν και είναι προφανής η απουσία οικονομοτεχνικών όρων στην ανάλυση, διότι η κατά βάση πολιτική ερμηνευτική γραμμή της σκέψης του Βάσση δεν πετά στα σύννεφα της ουτοπίας ούτε εκτρέπεται στην αναζήτηση έωλων κοσμοθεωρητικών κατασκευών, αλλά γειώνεται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και στο πολιτικό δια ταύτα. Έτσι ο δοκιμιακός λυρισμός του λόγου του συνδυάζεται με έναν αδυσώπητο ρεαλισμό της εφαρμοσμένης πολιτικής πράξης.

Η ρίζα της σκέψης του Βάσση είναι ευκρινής και ευτυχώς υπαρκτή ακόμη για ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς: είναι η πολιτική παράδοση του ΕΑΜ και ο δημοκρατικός πατριωτισμός. Νομίζω ότι από το σημείο αυτό εκκινεί και η κριτική του συγγραφέα προς την Αριστερά, επισημαίνοντας ιδεοληψίες και εμμονές, που προδίδουν κακοχωνεμένη ανάγνωση της παράδοσης, αν όχι αγραμματοσύνη. Το αίσθημα της ελληνικότητας που αναδεικνύεται στο σύνολο του συγγραφικού έργου του Βάσση βασίζεται λοιπόν σε μια θεμελιώδη, απλή και βασική παραδοχή: να κατανοήσουμε την Ελλάδα, να αγαπήσουμε τον τόπο μας, να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, να ζήσουμε σε κατάφαση με την ύπαρξή μας. Από την άποψη αυτή, όλα τα βιβλία του συνιστούν μείζονα παρέμβαση στη μακρά συζήτηση για τις ταυτότητες του νέου ελληνισμού, συζήτηση που πήρε ποικίλες διαστάσεις στη χώρα μας μετά τη δεκαετία του '90. Ο Βάσσης προβαίνει σε μια βαθιά θεώρηση της ελληνικής περιπέτειας, για να προσεγγίσει αδογμάτιστα την ελληνική ταυτότητα στην οικουμενική της διάσταση.

Με επίδικες έννοιες το παγιδευτικό και νοσηρό, όπως το ονομάζει, δίπολο εθνικισμού / αντιεθνικισμού ξεκαθαρίζει πειστικά, χωρίς απωθημένα και μαϊμουδισμούς όσα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα. Ότι δηλαδή η νεοελληνική ταυτότητα είναι σύνθεση παράδοσης και νεωτερικότητας. Και ότι η άδολη αγάπη για την πατρίδα και η έγνοια για τον ελληνισμό και τη μοίρα του είναι ευγενή αισθήματα με οικουμενικές προεκτάσεις που περικλείουν ως αυτονόητα σύμφυτο τον σεβασμό στις πατρίδες των άλλων. Και ακόμη ότι ένας ακραίος λόγος που εκλαμβάνει ενοχικά ό,τι το ελληνικό ως εθνικιστικό, παραγάγει μόνον θεωρητική παραζάλη και ιδεολογικές καταχρήσεις. Είμαι βέβαιος ότι είναι πολύ δυσάρεστη για τους θεωρητικούς του εθνικολαϊκισμού η ύπαρξη των βιβλίων του Λαοκράτη Βάσση, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να χωρέσουν στα ερμηνευτικά σχήματα που προσάπτουν την κατηγορία του εθνικισμού και του λαϊκισμού σε καθετί που υπερασπίζεται την ελληνικότητα και τη λαϊκότητα.

Αυτή η προσπάθεια του Βάσση να διακρίνει τις αποχρώσεις των εννοιών πέρα από τις μανιχαϊστικές διχρωμίες του άσπρου και μαύρου μας φέρνει στην τρίτη ιδεολογική προϋπόθεση της σκέψης του, το στοιχείο που θα ονόμαζα δημοκρατική μεσότητα. Ο τρόπος με τον οποίο δοκιμάζει την υπέρβαση των ψευτοδιλημμάτων παραπέμπει κατά τη γνώμη μου σε μια μετριοπαθή θεώρηση, που νηφάλια και συνθετικά, απορρίπτει τις άγονες και τυφλές αντιπαραθέσεις. Υπάρχει λοιπόν στον πυρήνα της σκέψης του συγγραφέα μια μεσότητα δημοκρατική, που δεν είναι ίδια με αυτή του κεντρώου ή κεντροαριστερού συρμού, αλλά μια κοραϊκής και αριστοτελικής ποιότητας μεσότητα, που απορρίπτει τις εκατέρωθεν ακρότητες, ενώ παράλληλα δεν υποκύπτει στις ανιστορικές θεωρίες των δύο άκρων. Πάλι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια διαλεκτική άσκηση, στο επίκεντρο της οποίας είναι η βαθιά πίστη στη δημοκρατική κουλτούρα του διαλόγου. Δεν πρόκειται δηλαδή για την εργαλειακή και κοινότοπη μεσότητα μιας ανώδυνης ουδετερότητας που υιοθετεί άκριτα το (νεο)φιλελεύθερο κέντρο, αλλά για μια μεσότητα που στη βάση της έχει την μετριόφρονα απόφανση που διατυπώνει ο συγγραφέας σε ανύποπτο σημείο στο βιβλίο του (σ. 58): «θέλει πολύ ψάξιμο το τι είμαστε ή τι έχει απομείνει από αυτό που είμαστε».

Η αίσθηση του μέτρου διαπνέει συνολικά το βιβλίο που, όπως προείπα, ταυτίζεται με τον άνθρωπο. Συνεπώς, ο μετρημένος λόγος δεν είναι μόνον ιδεολογική επιλογή αλλά και υφολογική αρχοντιά, που βρίσκει πλήρη έκφραση στο δοκιμιακό είδος που θεραπεύει ο συγγραφέας. Οι αρετές της γραφής του, δωρική μεγαλοπρέπεια, καθαρότητα σκέψης, συνεκτική επιχειρηματολογία, μετριοπάθεια, γλωσσική καλλιέπεια, στοχαστικός λυρισμός που δεν παρασύρεται σε γραφικές μεγαλοστομίες, σαφήνεια λόγου, ακρίβεια διατυπώσεων και επιμονή στη διάκριση εννοιών, είναι σύμφυτες με τον δοκιμιακό λόγο που διακονεί, επίσης είδος εν ανεπαρκεία στη σύγχρονη βιβλιογραφία. Είναι προφανές ότι ο Βάσσης αγωνίζεται πολύ για να βρει την κατάλληλη διατύπωση, την καίρια έκφραση, ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση και η ιδεολογική κατάχρηση των λόγων του.

Και έρχομαι τώρα στην τέταρτη και τελευταία προϋπόθεση της σκέψης του συγγραφέα, που στην ουσία συναιρεί τις τρεις προηγούμενες, αναδεικνύοντας το ιδιαίτερο στίγμα της φωνής του. Το στοιχείο που κατά τη γνώμη μου καθιστά ευδιάκριτη την πολιτική σκέψη του Βάσση είναι αυτό που θα ονόμαζα ήπιο ριζοσπαστισμό. Ο λόγος του είναι ουσία και όχι τύποις ριζοσπαστικός, αφού εκ των πραγμάτων τοποθετείται συγκρουσιακά απέναντι στη ζώσα πραγματικότητα. Εκφράζει δηλαδή μια ριζοσπαστική δυσφορία για το παρόν, χωρίς νοσταλγικά σύνδρομα επιστροφής σε δήθεν αγνές ρίζες. Πρόκειται για έναν ριζοσπαστισμό ήπιο, με την έννοια ότι δεν έχει την ανάγκη να αποδείξει αγχωτικά και νευρωτικά τη... ριζοσπαστικότητά του. Ο ριζοσπαστισμός του Βάσση δεν ετεροπροσδιορίζεται, καθώς ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται για τη δικαίωση των ιερών γραφών που υποβάλλουν διάφορα μαρξιστικά ή άλλα πολιτικά ευαγγέλια.

Αν διαβάζω σωστά τις θεωρητικές του υποδομές, στον πυρήνα του στοχασμού του για τον ελληνισμό υπάρχει μια σεφερική ιστορική και τραγική αίσθηση. Η νεότερη και σύγχρονη εθνική μας ιστορία διαβάζεται από τον Βάσση με τον τρόπο του Σεφέρη, δηλαδή ως διηνεκής τραγωδία χωρίς κάθαρση. Από την άποψη αυτή δεν θεωρώ καθόλου τυχαία τη συμβολική ονοματοδοσία των υποθετικών προσώπων του βιβλίου, που συνειρμικά παραπέμπουν στην αρχαία τραγωδία και μυθολογία. Θα είχα πολλά να πω για τις διανοητικές συγγένειες του Βάσση με τον Σεφέρη των Δοκιμών και τα πολιτικά κείμενα του Θεοτοκά ή ακόμα και με τις αναζητήσεις για την ταυτότητα του νέου ελληνισμού του Χατζή και του Σβορώνου, ακόμα και του ύστερου Πουλαντζά, αλλά ο χώρος και ο χρόνος δεν μου το επιτρέπουν.

*** * ***
Κλείνοντας, θα ήταν παράλειψη αν δεν επεσήμαινα ότι το βιβλίο δεν θα μπορούσε να συναντήσει μεγαλύτερη επικαιρότητα. Και πώς αλλιώς, αφού μετά την πρόσφατη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, οι ιδέες και οι προβληματισμοί που εδώ και χρόνια διατυπώνει ο συγγραφέας έχουν σήμερα αντικειμενικά καλύτερες προϋποθέσεις για να δοκιμαστούν στην πράξη, στην εφαρμοσμένη, κυβερνητική πια πολιτική. Βέβαια, οι υπερβάσεις των ιδεοληπτικών εμμονών και τα ανοίγματα της Αριστεράς στο εθνικό ακροατήριο που προτείνει ο συγγραφέας παραμένουν πολιτικά ζητούμενα. Παραμένει επίσης αίνιγμα κατά πόσο η νέα κυβέρνηση, έστω με αντιφάσεις, αστοχίες και ετεροπροσδιορισμούς, θα καταφέρει να μην καταγραφεί απλώς ως ένα υστερόγραφο στη Μεταπολίτευση, αλλά ως μια ουσιαστική αλλαγή σελίδας. Το βιβλίο του Λαοκράτη είναι, εκτιμώ, μια καλή πυξίδα προσανατολισμού, ζωντανό πεδίο διαλόγου για τη νέα κυβέρνηση και όχι μόνο, χρήσιμο εργαλείο για τη διεκδίκηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς.
Η ύστατη προτροπή του συγγραφέα να κρατηθούμε ως λαός απ' την ψυχή μας, εκτός από απεγνωσμένο ρομαντισμό, δηλώνει και την πίστη σε μια νέα ηθική της ελπίδας. Μιας ελπίδας φρονώ όχι τυφλής και μεταφυσικής, αλλά κριτικά σκεπτόμενης και μαχόμενης, που επιβάλλει τη διαρκή εγρήγορση και τον αναστοχασμό.

* διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας


Πηγή: www.avgi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου