Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Κάπου εκεί είναι ’να δέντρο

αφιερωμένο στις γυναίκες της Παλαιστίνης



γράφει η Τζένη Σιούτη
 

Ήταν τεράστιο, εύρωστο και καταπράσινο κι έστεκε κατά παράδοξο τρόπο πέντε-έξι μέτρα μπροστά και κυριολεκτικά στη μέση από τα υπόλοιπα δέντρα του οικογενειακού μας ελαιώνα, σαν στρατηγός

που ηγούταν του στρατού του! Μεγαλύτερο και ομορφότερο λιόδεντρο από αυτό δεν υπήρχε σε ολόκληρη τη δυτική όχθη! Ήταν το δικό μου δέντρο, προίκα και κληρονομιά από την οικογένειά μου, από τον πατέρα μου Basim Habib, άνθρωπο πολύ αγαπητό στο χωριό μας το Μπιλίν (Bil’in), αλλά και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Ραμάλα. Αυτό το δέντρο, αυτή η αιωνόβια ελιά ήταν το σημείο αναφοράς σε όλη μου τη ζωή.



Θα σας πω λοιπόν για τον τόπο μου, για τη ζωή μου, για όλα αυτά που με στιγμάτισαν, γι’ αυτά που με έκαναν να χαρώ, αλλά και γι’ αυτά που με πόνεσαν και με πίκραναν και θα καταλάβετε γιατί αγαπώ τόσο αυτό το δέντρο!

 

Ακούω στο όνομα Yasmin Habib, του Basim και της Basma, το γένος Hamad, το πρώτο κλάμα μου ακούστηκε στο Μπιλίν της δυτικής όχθης στην Παλαιστίνη, ένα χωριό 12 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Ραμάλα, πριν από πενήντα χρόνια, κάτω από το αγαπημένο μου δέντρο. Βιαζόμουνα βλέπετε να ’ρθω στον άδικο αυτό κόσμο και έτσι τους αιφνιδίασα όλους και πρώτα - πρώτα τη μάνα μου. Ήρθα λοιπόν στον κόσμο ακριβώς σε εκείνο το μέρος που ο πατέρας μου πρωτοαντίκρισε τη μάνα μου.

Ήταν η εποχή που μαζεύανε τις ελιές, είχαν έρθει και βοηθητικοί από τα γύρω χωριά για τη συγκομιδή, ανάμεσά τους και η μάνα μου. Ο πατέρας μου, μοναχογιός και μοναχοπαίδι - ο παππούς μου αρρώστησε και πέθανε πολύ νέος - ήταν ας πούμε το αφεντικό. Με το που την είδε την ερωτεύτηκε παράφορα, δεν την άφησε λεπτό από τα μάτια του και δωσ’ του και τραγούδαγε όλο νόημα, ήτανε λένε και καλλίφωνος…



"το απαλό της χέρι

κανείς δεν τόλμησε ν’ αγγίξει

τα δυο της χείλια

η πορφυρή ομορφιά

μόνο για φιλιά ήταν πλασμένα

μαύρα μάτια είχε αυτή

το φως και η σκιά

μέσα τους πάλευαν

κι έγινε σκοτάδι

κι έγινε νύχτα

κι ύστερα φιλήθηκαν

η σκιά με τη σκιά.

μετά του ’δωσε την καρδιά της"



Κι αυτή τον ερωτεύτηκε αμέσως. Λίγες μέρες μετά τη συγκομιδή, πήγε στο σπίτι της, τηρώντας όπως συνηθίζεται στα μέρη μας όλα τα έθιμα, φορτωμένος πιατέλες με “Kenfa Nebulsia”,* και τη ζήτησε. Ο γάμος έγινε λίγες μέρες αργότερα, σύμφωνα με τις τοπικές μας παραδόσεις.



Καλύτερος γάμος λένε, δεν είχε γίνει ποτέ στο Μπιλίν και πράγμα σπάνιο θα πρόσθετα για εκείνα τα χρόνια, το ζευγάρι να είναι αμοιβαία ερωτευμένο!



Σε τέσσερα κλικ...

Δεν είχαν ούτε ένα μήνα παντρεμένοι, η χένα δεν είχε ακόμη σβηστεί από τα χέρια της μάνας μου, όταν οι Εγγλέζοι αποικιοκράτες συνέλαβαν και αργότερα παρέδωσαν στους Ισραηλινούς κατακτητές τον πατέρα μου, με την κατηγορία της αντίστασης, γιατί διαμαρτυρήθηκε για υπερβολική φορολογία! Αυτό ήταν! Φυλακίστηκε, καταδικάστηκε και κάποια μέρα τους ειδοποίησαν ότι πέθανε από γρίπη. Μάταια προσπάθησε η μάνα μου να αποδείξει ότι τον σκότωσαν, όντας φυλακισμένο! Ήταν η εποχή του πρώτου αραβο-ισραηλινού πολέμου, οι Ισραηλινοί σαν νικητές μας φέρονταν με απίστευτη σκληρότητα, 750.000 Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες. Η μάνα μου δεν ξαναπαντρεύτηκε, έζησε όλη τη ζωή της πενθώντας τον αγαπημένο της άντρα.



Εν τω μεταξύ ήρθα εγώ στη ζωή για να της κάνω παρέα και να της τον θυμίζω κάθε μέρα, είμαστε έλεγε σαν δυο σταγόνες νερό! Ακόμα και την περπατησιά του είχα πάρει, περίεργο πράμα κι αυτό, εγώ που δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου! Κι εγώ μεγάλωνα και μεγάλωνα και είχα την αγάπη όλων, της μάνας, της γιαγιάς, των θείων, όλων των συγγενών, την έλλειψη του πατέρα δεν την είχα νιώσει ακόμα! Κι όλο έπαιζα γύρω - τριγύρω από το δέντρο και προσπαθούσα να σκαρφαλώσω στα κλαδιά του, να αγγίξω τον καρπό του, τόσο πολύ μου άρεσε!



ο αγώνας μιας Παλαιστίνιας μάνας -ίσως γιαγιάς-

Θυμάμαι κάποια στιγμή ήταν το 1967, ήμουνα ήδη κοτζάμ κοπέλα, που γιορτάζαμε το γάμο της θείας μου της Adira, της πιο όμορφης γυναίκας που είχα δει στη ζωή μου, με μάτια σαν κάρβουνο, λες και τα ’χε βάψει με κολ! Το γαμήλιο τραπέζι είχε στρωθεί κάτω από την αγαπημένη μου ελιά, η μάνα μου κι οι θείες μου είχαν φτιάξει τα καλύτερα φαγητά όλου του κόσμου, τα γλυκά και κυρίως
οι χουρμαδόπιτες, πάντα τρελαινόμουν γι’ αυτές, ήταν απλωμένες πάνω στο λευκό τραπεζομάντιλο. Πάνω στο γλέντι λοιπόν σαν να ψυχανεμίστηκα μια ένταση, μια αναμονή! Δεν είχα άδικο! Κάποια στιγμή οι γυναίκες άρχισαν να αλαλάζουν από χαρά και τότε βλέπω το θείο Hussein, πρώτο ξάδερφο του συγχωρεμένου του πατέρα μου, να εμφανίζεται ζωσμένος φυσεκλίκια, ήταν παράνομος, τον καταζητούσαν οι Ισραηλινοί, μαζί με κάποιους άλλους μαχητές, να φιλάει την νύφη, που ήταν αδερφή του και τον γαμπρό και να χορεύει ένα ζωηρό και περήφανο "Dabka". Άμα τέλειωσε ο χορός, μας φιλάει και πάλι όλους, εμένα μάλιστα με σήκωσε αγκαλιάζοντάς με ψηλά, “πόσο μεγάλωσες” μου είπε και όπως ήρθε, έτσι κι έφυγε, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Ισραηλινών, οι οποίοι ακόμα και σήμερα, που λέει ο λόγος, το φυσούν και δεν κρυώνει! Ήταν λίγο μετά τον πόλεμο των έξι ημερών που το Ισραήλ είχε καταλάβει τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία, το Γκολάν από τη Συρία, το Σινά και τη Λωρίδα της Γάζας από την Αίγυπτο και είχε οδηγήσει ακόμη 300.000 Παλαιστίνιους στην προσφυγιά!



Κι έτσι πέρναγαν τα χρόνια! Ζούσαμε υπό Ισραηλινή κατοχή. Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Βίωσα κι εγώ και οι συμπατριώτες μου, πολέμους, διώξεις, κακουχίες και εξευτελισμούς! Μια μέρα μπήκαν στην αυλή μας πάνοπλοι, σαν αστακοί και έκαναν το σπίτι άνω κάτω, ψάχνοντας λέει για τρομοκράτες! Στο τέλος θέλανε να ψάξουν και μέσα στο ντεπόζιτο που φυλάγαμε το λάδι της χρονιάς! Τρομοκράτες μέσα σε ντεπόζιτο με λάδι, αν είναι δυνατόν! Ήθελαν να μας εξευτελίσουν και να μας κάνουν να πεινάσουμε! Πέφτει απάνω τους η μάνα μου: “Έλεος, είναι το μόνο πράγμα που έχουμε, μη το πειράζετε! Δείτε από το πώμα για να βεβαιωθείτε ότι είναι μόνο λάδι κι αφήστε μας ήσυχους”! Τίποτα αυτοί, αρπάζουν τη σκούπα που είχαμε να σκουπίζουμε την αυλή και την χώνουν στο ντεπόζιτο, ανακατώνοντας το λάδι και γελώντας. Εκείνη τη στιγμή κατάστρεφαν τη σοδειά και τον κόπο μιας ολόκληρης χρονιάς, χωρίς ντροπή, αντίθετα το απολάμβαναν και γελούσαν με την ψυχή τους, αν είχαν ποτέ ψυχή! Εντάξει λέει ο νταής γελώντας, το λάδι είναι καθαρό! Αρπάζει τότε η μάνα μου τη σκούπα κι αρχίζει να την τινάζει, τους ψέκασε με λάδι κανονικά όμως, σκέτους λαδοπόντικες τους έκανε! Έφαγε το ξύλο της χρονιάς της βέβαια, αλλά τους ρεζίλεψε! Όλο το χωριό γελούσε για πολύ καιρό με το πάθημά τους!



για να σώσει τον γιο της ή τον εγγονό της

Μια μέρα το 1982 ήταν, κοπέλα εγώ πια, δεκαεφτά χρονών καθόμουν κάτω από την ελιά και κένταγα. Ξαφνικά φύσηξε ένα αεράκι και τα άνθη της ελιάς πέσανε πάνω στα μαλλιά μου, έκανα να τα τινάξω κι ακούω την φωνή του να μου λέει γελώντας: “μη τα πειράζεις, είναι τόσο ωραία! Είσαι σαν νυφούλα!” Ήταν η φωνή του Τarek Mehdi, του άντρα που ερωτεύτηκα κι αγάπησα τόσο πολύ! Ανταμώναμε κρυφά στον ελαιώνα, ανταλλάσαμε λόγια και όρκους αγάπης! Να με περιμένεις μου είπε μια μέρα, θα πάω για μια δουλειά κι όταν γυρίσω, θα ρθω στη μάνα σου και στους θειούς σου και θα σε ζητήσω! Θα παντρευτούμε!

 

Δεν γύρισε ποτέ, ήταν μέλος της PLO, σκοτώθηκε στην πολιορκία της Βηρυτού! Ούτε πάνω από το άψυχο σώμα του δε αξιώθηκα να θρηνήσω!



Για περισσότερο από δύο χρόνια τον θρηνούσα σιωπηλά, καθόμουν με τις ώρες στα ριζά της ελιάς και της μιλούσα και της εξιστορούσα όσα δεν μπορούσα να πω στους ανθρώπους! Κι αυτή με άκουγε, καταλάβαινε, γιατί ήταν ο μόνος μάρτυρας των κρυφών μας συναντήσεων!



Τότε άρχισα να πλησιάζω πιο πολύ τη μάνα μου, να καταλαβαίνω τι σημαίνει για μια γυναίκα μια τέτοια απώλεια. Να νιώθω τη μοναξιά της, να ερμηνεύω αυτή τη μελαγχολία που είχε το χαμόγελό της! Να νιώθω πιο ζεστό και παρηγορητικό το χάδι της! Η γλυκιά μου η μάνα! Τότε, αν και αρκετά μεγάλη, στην Παλαιστίνη ξέρετε τα παιδιά μεγαλώνουν πριν την ώρα τους, άρχισα να νιώθω και την έλλειψη του πατέρα που δεν γνώρισα! Ρωτούσα τη μάνα, για το χαρακτήρα του, για τη συμμετοχή του στον αγώνα μας, για, για… ήθελα να μάθω τα πάντα. Ταύτισα τις δύο απώλειες, ταύτισα και την μοίρα μάνας και κόρης!



Η μάνα επέμενε να παντρευτώ, να φτιάξω τη ζωή μου! Δεν ήθελα να ακούσω κουβέντα για κάτι τέτοιο. Μια μέρα όμως με ρώτησε πώς θα ζήσω τη ζωή μου στο μέλλον μόνη, αδέρφια δεν είχα βλέπετε και το κυριότερο πώς θα αντέξω την απάρνηση της μητρότητας! Αιφνιδιάστηκα, λόγω του πόνου, που είχε κολλήσει επάνω μου όπως ο ιδρώτας της μεσημεριανής ζέστης, δεν το είχα σκεφτεί αυτό καθόλου. Ναι, ήθελα να γίνω μάνα, ήθελα να αποκτήσω πολλά παιδιά και κυρίως ήθελα ένα γιο για να του δώσω το όνομα του αγαπημένου μου!



Παντρεύτηκα με συνοικέσιο τρία χρόνια μετά τον χαμό του Τarek. Ο άντρας μου, ήτανε ένας καλός, ήσυχος, μα άβουλος άνθρωπος. Ποτέ δε μου φώναξε, το μόνο που μου έλεγε ήταν να μην μπλέκω στον αγώνα, φοβόταν πολύ τους Ισραηλινούς! Αυτό όμως πάντα με εξόργιζε! Πώς το λες αυτό του έλεγα, εμείς σαν οικογένεια έχουμε δώσει τόσους μάρτυρες! Γι αυτό φτάνει μου έλεγε, έχουμε δώσει το μερτικό μας στον αγώνα. Τότε γινόμουνα έξαλλη μαζί του. Ο αγώνας δεν είναι δάνειο να τον εξαργυρώνεις με δόσεις! Δεν είμαστε ήρωες, ούτε και μας αρέσει να σκοτωνόμαστε, όμως δεν μπορούμε να ζούμε κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν αντέχεται ο εξευτελισμός και η τρομοκρατία. Θέλουμε να ανασάνουμε, να ζήσουμε λεύτεροι στον τόπο μας, αυτό και τίποτε άλλο!



Απέκτησα πέντε παιδιά, το πρώτο, ήταν αγόρι, το είπαμε Τarek! Τα άλλα τέσσερα κορίτσια, τη Layla, τη Fatima , τη Rawiya και τη Lamya. Έβλεπα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν και ήμουνα ευτυχισμένη. Παίζανε κάτω από την ελιά και τα γέλια τους αντηχούσαν σε όλο το σπίτι! Ξεχνούσα τον πόνο μου και η μόνιμη έγνοια μου ήταν να ’ναι γερά και να είμαι γι’ αυτά καλή μάνα. Μόνο τη νύχτα σαν άπλωνε ο άντρας μου το χέρι του να μ’ αγγίξει ένιωθα ένα πόνο στην καρδιά! Τα παιδιά μου μεγάλωναν κι εγώ καμάρωνα, έτρεμα από φόβο όταν ο γιος μου πήγαινε στις διαδηλώσεις, πόσα και πόσα παιδιά δεν είχαν σκοτωθεί από ισραηλινή σφαίρα!



μέσα από τον βομβαρδισμό

Ήταν μεσημέρι Παρασκευής όταν ήρθαν τα μαύρα μαντάτα, τον χτύπησαν με δακρυγόνο στο κεφάλι, έπεσε ακαριαία νεκρός! Μόνο μια κραυγή βγήκε από το στέρνο μου, ήταν όμως τόσο δυνατή που πρέπει να ακούστηκε σε όλη τη Μεσόγειο. Δίκοπο τσεκούρι με έσκισε στα δυο, με διχοτόμησε. Έκτοτε δεν είχα πια φωνή, ζούσα ψιθυρίζοντας!



Τον κάλυκα του δακρυγόνου που σκότωσε τον γιο μου τον κράτησα. Πήγα κάτω από την ελιά, τον γέμισα με χώμα και φύτεψα μέσα του ένα γεράνι. Το απόθεσα κάτω από το δέντρο. Αργότερα μάζεψα και άλλους αιματοβαμμένους κάλυκες, φύτεψα και σ’ αυτούς λουλούδια, τους απόθεσα κάτω από το δέντρο, για να ’χει το παιδί μου παρέα. Μιλούσα με τα λουλούδια, ήταν σαν να μιλούσα με το παιδί μου! Οι συγχωριανοί μου απόκτησαν κι αυτοί το δικό μου χούι και γέμισε το Μπιλίν κήπους φυτεμένους μέσα σε κάλυκες φονικών εργαλείων! Γίναμε γνωστοί έτσι σε όλο τον κόσμο, κάναμε τον πόνο μας και τη σκλαβιά μας κήπο με λουλούδια! Είναι αυτός ο δικός μας τρόπος αντίστασης. Ζωή ενάντια στον θάνατο, χρώμα ενάντια στο μαύρο! Τώρα το δέντρο μου το περιβάλλει ένας ξεχωριστός ανθόκηπος, γεμάτος ψυχές σκοτωμένων αηδονιών, δεν κάνω τίποτα άλλο μέρα νύχτα από το να φροντίζω τα ανθισμένα δακρυγόνα του πόνου μου.



Είναι Αύγουστος του 2011 όταν νωρίς το πρωί ακούω τον ήχο από τις μπουλντόζες. Εδώ και κάμποσο καιρό έχουν αρχίσει να γκρεμίζουν τα σπίτια μας με στόχο να μας αναγκάσουν να φύγουμε, για να τα πάρουν αυτοί και να τα δώσουν στους έποικους. Με αυτό τον τρόπο ροκανίζουν ότι μας έχει απομείνει! Πετάγομαι αλαφιασμένη, με το νυχτικό και χωρίς μαντήλα στο κεφάλι βγαίνω πρώτη στην αυλή. Έχουν μπει με τις μπουλντόζες στον ελαιώνα και ξεριζώνουν ελιές εκατό χρόνων. Φωνή δεν έχω για να φωνάξω, ουρλιάζω όμως μέσα μου με τέτοια δύναμη, που νιώθω πως θα γίνω κομματάκια. Μαζεύεται κόσμος, τους βρίζει, τους καταριέται, αυτοί τίποτα προσηλωμένοι συνεχίζουν. Οι νέοι αρχίζουν τον πετροπόλεμο, αυτοί αντιδρούν, πέφτουν βροχή τα δακρυγόνα, ο κόσμος οπισθοχωρεί.



Τρέχω με όση δύναμη μου μένει και αγκαλιάζω το δέντρο. Φονιάδες, μας τα έχετε πάρει όλα, αυτό το δέντρο δεν θα το ξεριζώσετε. Είναι η μνήμη μου, η ζωή μου, ο πατέρας μου, ο αγαπημένος μου και πάνω από όλα το παιδί μου! Δεν θα το ξεριζώσετε. Ο κόσμος όλος να ’ρθει τούμπα, όσο ανασαίνω, δεν θα το ρίξετε! Πώς το λένε αυτό με λόγια; Δεν έχω φωνή, το λέω με τα μάτια, με τις χειρονομίες, με την αποφασιστικότητα του κουρασμένου μου κορμιού. Φονιάδες, το δέντρο αυτό δεν θα το ρίξετε!



Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έμεινα κάτω από το δέντρο μου. Τα ξερίζωσαν όλα, αυτό το άφησαν. Τσακιστήκαν και φύγαν, ήταν η μικρή-μεγάλη νίκη μου μέσα στην καταστροφή.



Έμεινα να σκέφτομαι, πως είναι δυνατόν αμούστακα παιδιά να τα μεταμορφώνουν σε μη ανθρώπους; Τι είναι αυτό που τα τυφλώνει και τα βάζουν με ανήμπορους ηλικιωμένους, δεν έχουν αυτά τα παιδιά οικογένεια, μάνα να τα συμβουλέψει;



Πέντε εβδομάδες μετά το περιστατικό και μια μέρα μετά την γέννηση του πρώτου μου εγγονού, που πήρε το όνομα του Τarek, δεν άντεξε άλλο η καρδιά μου και έφυγα από αυτόν τον άδικο κόσμο!



Τώρα έχω γίνει η φωνή της κοιμισμένης σας συνείδησης και έρχομαι να σας ξυπνήσω! Θα καμώνεστε πως δεν υπάρχουμε, πως δεν έχετε ακούσει για μας; Ή πως είμαστε μακριά σας και δεν κινδυνεύετε ή μήπως πως έχετε τα δικά σας προβλήματα να λύσετε και δεν υπάρχουν περιθώρια;

Θα είμαι πάντα ανάμεσά σας για να σας θυμίζω πως… κάπου εκεί είναι ’να δέντρο.

αφιερωμένο στους αφανείς ήρωες του παλαιστινιακού λαού και δη στις γυναίκες



*(παραδοσιακό γλυκό του γάμου, γεμιστό με έναν ορισμένο τύπο τυριού)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου